-
1 διαταγή
[диатаги] ουσ. Θ. приказ, приказание,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διαταγή
-
2 приказ
-а α.1. διαταγή•приказ директора διαταγή του διευθυντή•
приказ командующего армией διαταγή του διοικητή της στρατιάς•
приказ о наступлении διαταγή επίθεσης•
приказ по полку διαταγή του συντάγματος•
приказ по заводу διαταγή του εργοστασίου•
исполнить приказ εκτελώ διαταγή•
отдать приказ δίνω (βγάζω) διαταγή.
|| διαταγή (το χαρτί).2. παλ. ειδικό ίδρυμα έκδοσης διαταγών.εκφρ.- ы общественного призрения – παλ. φιλανθρωπικά ιδρύματα. -
3 команда
команда ж 1) (приказ) η διαταγή по \командае με τη διαταγή 2) (отряд) η ομάδα* το πλή ρωμα (экипаж)' хоккейная \команда η ομάδα χόκε мужская (женская) \команда η ομάδα αντρών ( γυναικών) ◇ пожарная \команда το πυροσβεστικό σώμα* * *ж1) ( приказ) η διαταγήпо кома́нде — με τη διαταγή
хокке́йная кома́нда — η ομάδα χόκεϊ
мужска́я (же́нская) кома́нда — η ομάδα αντρών (γυναικών)
••пожа́рная кома́нда — το πυροσβεστικό σώμα
-
4 распоряжение
распоряжение с η διαταγή* η διάθεση; отдать \распоряжение διατάζω, δίνω διαταγή ◇ иметь в своём \распоряжениеи διαθέτω* * *сη διαταγή; η διάθεσηотда́ть распоряже́ние — διατάζω, δίνω διαταγή
••име́ть в своём распоряже́нии — διαθέτω
-
5 распоряжение
-я ουδ.1. διαταγή• διάταξη• εντολή•правительственное распоряжение κυβερνητική εντολή•
отдать распоряжение δίνω διαταγή•
получить παίρνω διαταγή•
распоряжение о выдаче денег εντολή καταβολής χρημάτων•
по -ю директора κατά διαταγή του διευθυντή.
2. διαχείριση, κουμάντο•распоряжение изяществом διαχείριση της περ ιουσιας•
передать вопрос в распоряжение директора παραπέμπω το ζήτημα στην αρμοδιότητα ή τη δικαιοδοσία του διευθυντή.
εκφρ.в распоряжение кого-чего – στη διάθεση•инженер послан в распоряжение начальника строительства – ο μηχανικός στάλθηκε στη διάθεση του διευθυντή οικοδομών•иметь в -и – έχω στη διάθεση•находиться в -и – είμαι στη διάθεση ή υποταγή. -
6 приказ
приказм1. ἡ διαταγή, ἡ ἐντολή, τό πρόσταγμα, ἡ προσταγή:по \приказу κατά διαταγήν, κατ' ἐντολήν выполнять боевой \приказ ἐκτελώ στρατιωτική διαταγή· отдавать \приказ δίνω διαταγή·2. ист. ἡ ὑπηρεσία (εσωτερικών, ἐξωτερικών, οίκονομικών ὑποθέσεων κ.λ.π.) στή Ρωσία τό 16-18 αἰώνα -
7 приказание
-я ουδ.διαταγή• εντολή•ош-дать приказание δίνω διαταγή•
по -иго полковника κατά διαταγή του συνταγματάρχη•
исполнить -я εκτελώ διαταγές•
впредь до -я μέχρι νεώτερης διαταγής.
-
8 приказ
-
9 команда
команд||аж1. (приказ) ἡ διαταγή, ἡ ἐντολή, ἡ προσταγή, τό πρόσταγμα:подавать \командау δίδω διαταγήν, διατάζω, διατάσσω· слова \командаы ἡ διαταγή, τό πρόσταγμα· 2· (воинская часть) τό ἀπόσπασμα στρατού, ἡ ὁμάς; саперная \команда τό ἀπόσπασμα μηχανικοῦ·3. мор. τό πλήρωμα·4. спорт. ἡ ὀμάδα [-άς]:футбольная \команда ἡ ποδοσφαιρική ὁμάδά ◊ пожарная \команда τό πυροσβεστικό σώμα. -
10 предписание
предписаниес ἡ ἐντολή / ἡ διαταγή (приказ):согласно \предписаниею κατά διαταγήν, σύμφωνα μέ διαταγή· по \предписаниею врача κατ' ἐντολήν τοῦ ἱατροῦ. -
11 приказание
приказаниес ἡ διαταγή, ἡ ἐντολή:устное \приказание ἡ προφορική διαταγή. -
12 повеление
-я ουδ. (γραπ. λόγος)• διαταγή, προσταγή, κέλευσμα εντολή•по -ю короля με βασιλική διαταγή.
-
13 выдача
1. (сигнала и т.п.) η παραγωγή, το δόσιμο 2. (оборудования, имущества, инструмента) η παράδοση 3. (выработка на-гора) η παραγωγή 4. (патента и т.п.) η χορήγησ/ηотказ в - е патента άρνηση για - του προνομίου/πατέντας εκμετάλλευσηςотказывать в - е кредита αρνούμαι για - δανείου/πίστωσηςпошлина за - у патента φόρος για - του προνομίου/πατέντας εκμετάλλευσης5. (вручение, передача, возврат) η παράδοσ/η, η έκδοσηотказывать в - е визы αρνούμαι για παραχώρηση άδειας εισόδου/βίζας6. (распределе-ние) η διανομή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выдача
-
14 выплата
η πληρωμή, η εξόφλησηзаявление ο - е страхового возмещения αίτηση για - ασφαλιστικής αποζημίωσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > выплата
-
15 команда
1. вчт. η εντολή 2. (группа людей) η ομάδα, (ав., мор.) το πλήρωμα 3. (приказ) η διαταγή, η εντολή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > команда
-
16 приказ
η εντολή, η διαταγή, το πρόσταγμαполучать - παίρνω/έχω/λαμβάνω -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приказ
-
17 приказание
η διαταγή, η εντολή-ть διατάσσω, διατάζωπροστάζω, δίνω εντολήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > приказание
-
18 распоряжение
1. (приказание) η εντο-λ/ήη διαταγή2. юр. (постановление) η εντολή 3. (указ) η εντολή 4. (порядок употребления) η διαχείριση, η διάθεση· в - и директора στη διάθεση του διευθυντήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > распоряжение
-
19 по
По р. Πάδος ο* * *1) (по улице и т. п.) σε, ανάгуля́ть по го́роду (по у́лице) — κάνω βόλτα στην πόλη (στο δρόμο)
2) ( согласно) κατά, με, ανάλογα, σύμφωνα•по расписа́нию — σύμφωνα με το δρομολόγιο
по мне́нию — κατά τη γνώμη
3) ( вследствие) κατά, λόγω, εξαιτίαςпо необходи́мости — λόγω ανάγκης
по боле́зни — λόγω αρρώστιας
по оши́бке — κατά λάθος
по распоряже́нию — κατά διαταγή
4) ( посредством) από, με, διάμεσοпо по́чте— ταχυδρομικώς
говори́ть по телефо́ну — μιλώ από το τηλέφωνο
5) ( о времени) μέχρι, ως; μετάпо вечера́м — τα βράδια
по возвраще́нии — μετά την επιστροφή
6) ( в разделительном значении) ανά; απόпо́ два — ανά δύο
по одному́ — ένας ένας
-
20 выступление
выступлени||ес1. (публичное.) ἡ ἀγό-ρευση [-ις], ὁ λόγος, ἡ ὁμιλία (речь)/ ἡ ἐμφάνιση ἐπί τής σκηνής, ἡ παράσταση, ἡ ἐκτέλεσις (на сцене)·2. воен. ἡ ἐκ-κίνηση [-ις], ἡ ἀπέλευσις:приказ о \выступлениеи ἡ διαταγή πορείας (или ἐκκίνησης).
См. также в других словарях:
διαταγή — command fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαταγή — Εντολή, προσταγή· επίσης το έγγραφο στο οποίο αναγράφεται η διαταγή. δ. πληρωμής (Νομ.). Όταν πρόκειται για χρηματικές απαιτήσεις που αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, μπορεί να ζητηθεί από τον δικαστή η έκδοση δ. πληρωμής με… … Dictionary of Greek
διαταγή — η 1. δεσμευτική επιταγή, εντολή από ανώτερη του λήπτη αρχή, γραπτή ή προφορική: Μην παραπονιέσαι σε μένα, γιατί εκτελώ απλά διαταγή του διευθυντή. 2. το έγγραφο της εντολής: Το επιτελικό γραφείο έστειλε σήμερα δυο καινούριες διαταγές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαταγῇ — διατάσσω appoint aor subj pass 3rd sg διατάσσω appoint aor subj pass 3rd sg διατάσσω appoint aor subj pass 3rd sg διαταγή command fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαταγῆι — διαταγῇ , διατάσσω appoint aor subj pass 3rd sg διαταγῇ , διατάσσω appoint aor subj pass 3rd sg διαταγῇ , διατάσσω appoint aor subj pass 3rd sg διαταγῇ , διαταγή command fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαταγαῖς — διαταγή command fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαταγαί — διαταγή command fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαταγῆς — διαταγή command fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαταγήν — διαταγή command fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαταγῶν — διαταγή command fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιταγή — Πιστωτικός τίτλος με ασαφή ιστορική καταγωγή που γνώρισε ευρεία διάδοση από τις αρχές του 18ου αι. στη Μεγάλη Βρετανία, όταν απαγορεύτηκε στα πιστωτικά ιδρύματα να εκδίδουν τραπεζογραμμάτια και παραχωρήθηκε το δικαίωμα της έκδοσης χαρτονομίσματος … Dictionary of Greek